- προικοδοτώ
- προικοδότησα, προικοδοτήθηκα, προικοδοτημένος: Την προικοδότησε ο θείος της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προικοδοτώ — προικοδοτῶ, έω, ΝΜ [προικοδότης] δίνω προίκα, προικίζω νεοελλ. παραχωρώ μόνιμο εισόδημα σε κοινότητα ή κοινωφελές ίδρυμα … Dictionary of Greek
προικίζω — ΝΜΑ [προίξ, κός] δίνω προίκα, προικοδοτώ («παρθένους προικίσας», Διόδ.) νεοελλ. 1. χαρίζω, δωρίζω («η φύση τόν προίκισε με πολλά χαρίσματα») 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) προικισμένος, η, ο α) (για γυναίκα) αυτή που έχει πάρει προίκα β)… … Dictionary of Greek
προικοδότηση — η / προικοδότησις, ήσεως, ΝΜ [προικοδοτῶ] παροχή προίκας, προίκιση νεοελλ. 1. σύνολο εσόδων που παραχωρούνται σε κοινωφελές ίδρυμα 2. η χορήγηση γαιών σε αγωνιστές εθνικών αγώνων ως ηθική και υλική ανταμοιβή … Dictionary of Greek
προικίζω — προίκισα, προικίστηκα, προικισμένος 1. δίνω κάτι ως προίκα, προικοδοτώ. 2. μτφ., εφοδιάζω, κοσμώ, στολίζω: Η φύση τον προίκισε με πολλά χαρίσματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)